- απολαμπίδα
- η обл1) излучение, блеск, сияние; 2) короткая молния
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποφεγγιά — αποφεγγιά, η και απόφεγγο, το το λιγοστό φως, απολαμπίδα, αντιφέγγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)